τερατολογίαι

τερατολογίαι
τερατολογία
telling of marvels
fem nom/voc pl
τερατολογίᾱͅ , τερατολογία
telling of marvels
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τερατολογίᾳ — τερατολογίαι , τερατολογία telling of marvels fem nom/voc pl τερατολογίᾱͅ , τερατολογία telling of marvels fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατολογίας — ὁ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «τερατολογίαι οἱ θαυμαστά και παράδοξα μυθεύοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < τερατολόγος + επίθημα ίας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”